- καλοκἀγαθέω
- κᾰλοκἀγᾰθ-έω,A practise noble arts, καλοκἀγαθεῖν ἀσκοῦντας dub. cj. in Ar.Fr.198.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοκἀγαθεῖν — καλοκἀγαθέω practise noble arts pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)